σκεπάσματος

σκεπάσματος
σκέπασμα
a covering
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βούλλωμα — το (Μ βούλλωμα) η σφράγιση, το σφράγισμα, η επίθεση σφραγίδας νεοελλ. 1. το σκέπασμα, το πώμα 2. η τοποθέτηση του σκεπάσματος, το κλείσιμο 3. η κάλυψη οπής. [ΕΤΥΜΟΛ. βούλλωμα < μσν. βούλλωμα < μσν. βουλλώνω βλ. λ.] …   Dictionary of Greek

  • ξεσκέπασμα — το [ξεσκεπάζω] 1. η αφαίρεση τού σκεπάσματος, τού καλύμματος από ένα αντικείμενο 2. μτφ. αποκάλυψη, γνωστοποίηση …   Dictionary of Greek

  • παράβλημα — Εξάρτημα που χρησιμοποιείται για τη μείωση της έντασης των χτυπημάτων ενός πλοίου πάνω στην προβλήτα ή στα πλευρά άλλου πλοίου. Λέγεται και στρωμάτσο. Τα π. κρεμιούνται πριν από το άραγμα ή στερεώνονται στα σημεία εκείνα που δέχονται τα χτυπήματα …   Dictionary of Greek

  • ξεσκέπασμα — το, ατος 1. αφαίρεση του σκεπάσματος ή της στέγης. 2. μτφ., φανέρωμα, αποκάλυψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”